Η
Εκκλησία παρά τις αρχικές επιφυλάξεις της έναντι της σύγχρονης τεχνολογίας,
κάνει τα τελευταία χρόνια μια ιδιαίτερα φιλότιμη προσπάθεια να αξιοποιήσει τα
δεδομένα που ο σύγχρονος κόσμος παρέχει, για να καταθέσει την ιεραποστολική της
μαρτυρία. Με την κατασκευή ιστοσελίδων, προφίλ στις σελίδες κοινωνικής
δικτύωσης αλλά και με την συμμετοχή στην μπλογκόσφαιρα Πατριαρχεία, και
Αυτοκέφαλες Εκκλησίες, Ιερές Μητροπόλεις, ενορίες, κληρικοί και λαϊκοί προσφέρουν
μια αξιοσημείωτη πολυφωνία, ιδιαίτερα χρήσιμη σε μια εποχή κατά την οποία ο
κόσμος ζητά, ενίοτε και με φορτικό τρόπο από την Εκκλησία να μην υστερεί όχι
μόνο στη χρήση των διαδικτυακών μέσων αλλά και στην συμμετοχή στη ζωή των
πολλών.
Θα
λέγαμε λοιπόν ότι το Διαδίκτυο είναι όντως ένας σύγχρονος άμβωνας, ο οποίος
παρέχει και πληροφορίες σχετικά με τη διακονία της Εκκλησίας αλλά και κείμενα
προβληματισμού, κατάρτισης, κατήχησης ή και θέσης για διάφορα ζητήματα, που
αναφέρονται τόσο στα εγγύς όσο και στα μακράν της ζωής της πίστης.
Η
δημοκρατία έχει βέβαια το κόστος της. Ο άνθρωπος ο οποίος αισθάνεται ελεύθερος
να εκφράσει την προσωπική του άποψη για τη ζωή, τον εαυτό του, τους άλλους,
αποτυπώνει στα όσα γράφει, παρουσιάζει ή και αναπαράγει την προσωπική του
παιδεία, την προσωπική του στάση. […]
Και
είναι δυνητικά απεριόριστο από τη στιγμή που ο καθένας που έχει πρόσβαση στο
Διαδίκτυο μπορεί να αναζητήσει τον παρουσιάζοντα και να διαβάσει τις απόψεις
του. Να τις αποδοκιμάσει ή να τις επιδοκιμάσει. Όχι μόνον πατώντας τη φράσει «
μου αρέσει » ή « δεν μου αρέσει » στο Facebook, αλλά και σχολιάζοντας ή
κοινοποιώντας τη δημοσίευση ή απαντώντας με δικό του μικρότερο ή μεγαλύτερο
κείμενο στα γραφόμενα. Περιορισμός είναι δύσκολο να υπάρξει.
Μόνον
όταν κάποιος υπερβεί τα εσκαμμένα δυσφημώντας κάποιο πρόσωπο το οποίο δεν έχει
τη δυνατότητα να απαντήσει ή δε θέλει να εμπλακεί σε μια αντιπαράθεση ή να
παραβιάσει το νόμο περί προσβολής της γενετήσιας αξιοπρέπειας, αφού γίνει μια
διαδικασία η οποία δεν είναι ιδιαίτερα γρήγορη, μπορεί να υποστεί όχι
λογοκρισία, αλλά τις έννομες συνέπειες της στάσης του.
Οι
περισσότεροι που προσβάλλουν καθυβρίζοντας ή ψευδόμενοι ή όσοι παρουσιάζουν
στοιχεία της προσωπικής τους ζωής μένουν ες αεί ελεύθεροι να φανερώνουν το
θέλημά τους καλυμμένοι πίσω από την ανωνυμία ή την ψευδωνυμία. Μόνον ο αυτοσεβασμός τελικά μπορεί να
εξασφαλίσει ποιότητα και γνησιότητα και την ίδια στιγμή στοχεύει στο να
οικοδομήσει τους υπόλοιπους χρήστες.
Αυτό
συμβαίνει και με τις προσωπικές ιστοσελίδες ανθρώπων που είναι ή θεωρούν τους
εαυτούς τους μέλη της Εκκλησίας. Ο χριστιανός καλείται μέσα από τον αυτοσεβασμό
του και την επίγνωση της αποστολής για μαρτυρία στον κόσμο, όπου κλήθηκε από
τον Θεό να ζήσει, να διαμορφώσει και να ακολουθήσει κάποια κριτήρια, τα οποία
θα καταστήσουν τη συμμετοχή του στο διαδίκτυο όχι μόνο ωφέλιμη αλλά και
σημαντική τόσο για τον ίδιο, όσο και για τους άλλους που διαβάζουν,
πληροφορούνται ή ενδιαφέρονται τόσο για τις απόψεις του όσο και για το πρόσωπό
του. Διότι μόνο έτσι θα μπορέσει να
καταστεί ένα γόνιμο διαδικτυακό σημείο αναφοράς.
Για
παράδειγμα, επειδή οι περισσότεροι χρήστες του Διαδικτύου δεν είναι δημιουργοί
αλλά διακινητές απόψεων και πληροφοριών, ο χριστιανός που αισθάνεται ότι έχει
ευθύνη για το τι ανεβάζει, δεν λειτουργεί με σκοπό να βλάψει αλλά να
οικοδομήσει. Δεν προσβάλλει προσωπικά, με χαρακτηρισμούς δύσκολα αποδεικτέους,
όσους θεωρεί ότι δεν συμβαδίζουν με τις δικές του απόψεις. Δεν απολυτοποιεί την
αλήθεια του αλλά με ταπείνωση θέτει τις απόψεις του στην κρίση της Εκκλησίας,
όχι μόνον αυτών που συμμετέχουν στο Διαδίκτυο αλλά της συμπάσης Εκκλησίας.
Δέχεται
να κριθεί και είναι πρόθυμος και είναι πρόθυμος να το αναγνωρίσει, εάν σφάλλει.
Ο χριστιανός στο Διαδίκτυο, όπως και στη ζωή της Εκκλησίας, καλείται να μην
έχει την αίσθηση του σταυροφόρου, του « δικηγόρου του Θεού », να μην εκπέμπει
φόβο, απολυτότητα και πολεμική διάθεση εις βάρος των άλλων, ιδίως όσων είναι «
εν υπεροχή » αλλά να οικοδομεί και στην κριτική του. Να επιχειρηματολογεί. Να
σέβεται. Να αποτυπώνει την αγάπη του για την Εκκλησία και όχι μια διάθεση
εξουσίας, όπως αυτή διαφαίνεται από την ανασφάλειά του να υποχρεώσει τους
άλλους να αποδεχτούν τις απόψεις του. […]
Μαχητικότητα
δεν εκφράζει μόνο αυτός που κατακρίνει και διατυπώνει με έπαρση απόψεις τις
οποίες θεωρεί ότι είναι το πλήρωμα της αληθείας. Μαχητικός είναι κυρίως αυτός
που αγαπά αληθινά. Που τα λόγια του, ακόμη κι αν δεν είναι ευχάριστα,
αποσκοπούν στο να οδηγήσουν στην μετάνοια και όχι στην υποταγή των άλλων και στον
προσωπικό αυτοδοξασμό. Που έχει και την ευλογία του πνευματικού του πατέρα για
την συμμετοχή του στη διαδικτυακή ζωή.
Που
γνωρίζει πότε να μιλήσει και πότε να σιωπήσει. Μαχητικός είναι αυτός που αγαπά
την Εκκλησία, αλλά και είναι έτοιμος να προσυπογράψει με το όνομά του τις
απόψεις του, να δεχτεί κριτική γι’ αυτές και να απαντήσει ή να αναθεωρήσει,
διότι δε θεωρεί τον εαυτό του αλάθητο.
Το
ίδιο συμβαίνει και με την προβολή δραστηριοτήτων και εκδηλώσεων. Σκοπός είναι να πληροφορούνται οι χρήστες
για τα καλά ημών έργα, ώστε να δοξάζουν τον Πατέρα μας εν ουρανοίς. Η άμετρη
προσωπική προβολή, οι ανούσιες απόψεις, το να θεωρείται είδηση το αυτονόητο, το
πλήθος των προσωπικών φωτογραφιών μαρτυρεί ουσιαστικά έναν ναρκισσισμό. Μια
αίσθηση ότι ο κόσμος περιστρέφεται γύρω από εμάς. Ότι πρέπει με κάθε τρόπο όχι
να δείξουμε το έργο του Θεού, αλλά να προβάλουμε τον εαυτό μας.
Κάτι
τέτοιο όμως ακυρώνει την αγάπη που είναι σκοπός της εκκλησιαστικής ζωής και
μετατρέπει την διακονία σε ανταγωνισμό εξουσίας και αυτοπροβολής. Η διάσωση δια της φωτογραφίας στιγμών της
εκκλησιαστικής ζωής έχει ιστορικό περιεχόμενο. Κανείς όμως δεν αγίασε βλέποντας
εικόνες αλλά ζώντας την εν Χριστώ ζωή. Το Διαδίκτυο δημιουργεί την ψευδαίσθηση
ότι οι πολλοί, οι μη έχοντες ελπίδα, βλέποντας φωτογραφίες από τη ζωή μιας
Εκκλησίας, μιας Μητροπόλεως, μιας ενορίας ή και ενός χριστιανού, κληρικού και
λαϊκού, θα προβληματιστούν.
Η αγάπη όμως είναι αυτή που σώζει. Ο λόγος του Θεού, όπως αποτυπώνεται
στα έργα και στα λόγια μας. Αλλά κυρίως η ταπείνωση και η σεμνότητα είναι αυτές
που διδάσκουν αληθινά. Είναι αυτονόητο ότι η χριστιανική παρουσία στο Διαδίκτυο
δεν μπορεί να αποσκοπεί στην αμαρτία, στην προβολή των προσωπικών παθών, στην
άγρα οπαδών, στη δημιουργία διαδικτυακών κοινοτήτων με σκοπό την ατομική δόξα
και την προσωπική αυθεντοποίηση.
Κι
εδώ έρχεται ένας άλλος πειρασμός. Το Διαδίκτυο έχει προσφέρει τη δυνατότητα σε
πολλούς ανθρώπους να γνωρίσουν σύγχρονές και παλαιότερες μορφές γερόντων και
αγίων. Οι ρήσεις μάλιστα αυτών των σπουδαίων ανθρώπων είναι ιδιαίτερα αγαπητές,
σύντομες και με το κριτήριο της αυθεντίας συγκινούν, αναπαράγονται και γίνονται
κριτήριο Ορθοδοξίας.
Το
θέμα όμως δεν είναι πόσο κάποιος γνωρίζει τι είπαν και τι έπραξαν οι γεροντάδες
και οι άγιοι αλλά το πώς το ζει ο ίδιος. Ιδίως η αναζήτηση προφητειών, οι
περισσότερες των οποίων είναι αμφιβόλου γνησιότητας, η συνωμοσιολογία και η καταστροφολογία που προκαλούν το
ενδιαφέρον και διασπείρουν φόβο και όχι αγάπη αλλά και η απόρριψη συλλήβδην του
σύγχρονου πολιτισμού, στον οποίο όμως έχουμε κληθεί να ζούμε και να εργαζόμαστε
τη σωτηρία μας αποτελούν σημεία μιας πνευματικότητας που δύσκολα μπορεί να
χαρακτηριστεί υγιής. Γιατί είναι εξωστρεφής.
Ζητά
τη μετάνοια των άλλων, ενώ δεν μας αφήνει να δούμε την προσωπική μας πτωτική
και εμπαθή κατάσταση. Γι’ αυτό και καλούμαστε να έχουμε διάκριση και όχι να
υιοθετούμε και να αναπαράγουμε άκριτα τέτοιες ρήσεις. Ή καλύτερα να πράττουμε
τα έργα του Θεού, όχι να θεοποιούμε τους ανθρώπους που το προσπάθησαν ή το
προσπαθούν. Ο Χριστός της Εκκλησίας είναι ο δρόμος και ο τρόπος μας.
Ο
Χριστιανός στο Διαδίκτυο μπορεί να δώσει τη μαρτυρία της πίστης. Μπορεί να
κατηχηθεί και να κατηχήσει αναλόγως των χαρισμάτων του. Αρκεί να έχει επίγνωση
ότι καλείται τα πάντα να τα πράξει με αγάπη, ταπείνωση και διάκριση. Με σκοπό
όχι να αυτοπροβληθεί ή να εξουσιάσει αλλά να διακονήσει. Τότε η χριστιανική
μαρτυρία αναπαύει και ψυχαγωγεί κυριολεκτικά. Χωρίς να υποκαθιστά τον κόπο που
καλείται να καταβάλει ο καθένας μας όχι μόνο για να μελετήσει, αλλά για να
ζήσει την αλήθεια της χριστιανικής αλήθειας.
Πηγή:
www.imp.gr
Πρωτοπρεσβύτερου Θεμιστοκλή Μουρτζανού