Η
άφεση των αμαρτιών είναι η βασικότερη διαφορά της Παλαιάς Διαθήκης από την
Καινή, εφ’ όσον στην Παλαιά δεν υπήρχε καθόλου μια τέτοια δυνατότητα, με
συνέπεια, ακόμη και οι αγιότεροι άνθρωποι, με πρώτο τον Τίμιο Πρόδρομο, μετά την κοίμησή τους να καταλήγουν « εις
πυθμένα Άδου ».
Από
αυτήν την άποψη, η άφεση αμαρτιών και βεβαίως η μετάληψη του Δεσποτικού Σώματος
και Αίματος στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας συνιστούν ουσιαστικά λύτρωση για
τον άνθρωπο και καθιστούν τον Χριστό μοναδικό Σωτήρα και Λυτρωτή του ανθρώπινου
γένους.
Το
δώρο της αφέσεως των αμαρτιών προορίζεται για κάθε άνθρωπο που το επιθυμεί, εφ’
όσον ο Θεός « πάντας ανθρώπους θέλει σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας έλθειν
». ( Α΄ Τιμ. 2,4 ). Ωστόσο όμως δεν δίνεται χωρίς προϋποθέσεις. Οι προϋποθέσεις
είναι βασικά δύο. Από τη μία να υπάρχουν εκείνοι που στο όνομα του Χριστού θα
παρέχουν την άφεση. Αυτοί είναι καταρχήν οι Απόστολοι και στη συνέχεια οι
διάδοχοί τους, δηλαδή οι επίσκοποι και οι πρεσβύτεροι της Εκκλησίας.
Από
την άλλη η μετάνοια του ανθρώπου, ο οποίος εν ταπεινώσει ικετεύει για το έλεος
του Θεού και την άφεση των αμαρτιών του. Και οι δύο αυτές προϋποθέσεις είναι
εξίσου απαραίτητες. Ένα
λάθος που κάνουν συχνά οι χριστιανοί είναι όταν ρίχνουν το βάρος για την
αποτελεσματικότητα του ιερού μυστηρίου της εξομολογήσεως στην πνευματική
κατάσταση του εξομολόγου πνευματικού. Αναζητούν μάλιστα γι’ αυτό το λόγο
ενάρετους πνευματικούς, φωτισμένους, διακριτικούς, χαρισματούχους φημισμένους
για την αγιότητά τους. Συχνά μάλιστα καυχώνται για τα τεκμήρια αγιότητος του
πνευματικού.
Αυτό
χωρίς να είναι βέβαια κακό είναι όμως λίαν επικίνδυνο και συχνά παραπλανητικό.
Διότι στο μυστήριο της ιεράς εξομολογήσεως δεν κρίνεται και δεν εξετάζεται ο
πνευματικός αλλά ο εξομολογούμενος τις αμαρτίες του άνθρωπος. […]
Ο
πνευματικός, όσο καλός κι ενάρετος κι αν είναι, αν ο εξομολογούμενος δεν έχει
μετάνοια και διάθεση πραγματικής επιστροφής στο Θεό, τότε δεν μπορεί να τον
βοηθήσει ουσιαστικά. Χωρίς μετάνοια όχι μόνον ο πνευματικός απλά αλλά και ο
ίδιος ο Θεός « αδυνατεί » να επιφέρει στον άνθρωπο την « καλήν αλλοίωσιν » και
να τον σφραγίσει με τα δώρα της χάριτός Του.
Είναι
χαρακτηριστικό ότι τόσο στην Παλαιά όσο και στην Καινή Διαθήκη ο ίδιος ο Θεός
συχνά αναλαμβάνει απ’ ευθείας χρέη πνευματικού Πατρός και παρ’ όλα αυτά «
αποτυγχάνει » δηλαδή δεν καταφέρνει να επιδράσει θετικά στον ψυχισμό του
ανθρώπου. Ας δούμε τρεις κραυγαλέες περιπτώσεις:
1.
Η
πρώτη περίπτωση είναι αυτή του προπάτορα Αδάμ. Ο Αδάμ με την υποκίνηση της
γυναίκας του Εύας δοκιμάζει τον απαγορευμένο καρπό και αμέσως γεύεται τον
πνευματικό θάνατο. Η αίσθηση της σωματικής του γυμνότητας αποτελεί αντανάκλαση
της πνευματικής του γύμνωσης από κάθε στοιχείο της χάριτος του Θεού. Ο Αδάμ βιώνει
ακαριαία μια τραγική μεταβολή της ύπαρξής του, εφ’ όσον για πρώτη φορά νιώθει
εντός του μια ξένη, παγερή, δαιμονική παρουσία, τελείως αντίθετη προς τη μέχρι
τότε γλυκιά αίσθηση της παρουσίας του Θεού.[…]
Οι διαδοχικές
ερωτήσεις: « Αδάμ που είσαι;…Μήπως έφαγες από το δέντρο που σου είχα πει να μη
φας;…Γιατί το έκανες αυτό; » ( Γεν. 3, 9-13 ) έχουν μοναδικό σκοπό να οδηγήσουν
τον Αδάμ στη συναίσθηση του σφάλματος
και συνακόλουθα στη μετάνοια και την επιθυμία επανένωσής του με τον Θεό. Ο Θεός
παρ’ ότι ενεργεί με καταπληκτική διάκριση και ευγένεια, ωστόσο δεν καταφέρνει
αυτό που επιθυμεί.
Ο Αδάμ τελικά αρνείται την παραδοχή του
τραγικού σφάλματος, ρίχνει άνανδρα την ευθύνη στη γυναίκα του Εύα, κλείνει
ερμητικά την πόρτα της ψυχής του στο Θεό και φεύγει από τον Παράδεισο. Η πτώση
είναι γεγονός.
2.
Μια
δεύτερη περίπτωση στην οποία θα λέγαμε ότι ο Θεός « αποτυγχάνει » ως
πνευματικός καθοδηγητής είναι η περίπτωση του Κάιν, υιού του Αδάμ. Ο Κάιν, όπως
και ο αδελφός του ο Άβελ προσφέρουν θυσία στο Θεό. Οι δύο θυσίες διαφέρουν
ποιοτικά μεταξύ τους. Ο Θεός ευαρεστείται στη θυσία του Άβελ περισσότερο απ’
ότι στη θυσία του Κάιν. Ο Καιν εξοργίζεται, σκυθρωπάζει και κυριεύεται από
αίσθημα μίσους προς τον αδελφό του.
Στην
κρίσιμη στιγμή ο Θεός πάλι παρεμβαίνει με σκοπό να αποτρέψει το διαφαινόμενο
έγκλημα. Μιλά απ’ ευθείας στον Καιν με λόγια παραμυθητικά: « Γιατί οργίστηκες
και σκυθρώπιασες; Αν πράξεις το σωστό, θα ξαναβρείς το κέφι σου. Αν όχι, η
αμαρτία δεν πάει να παραμονεύει σα θηρίο στην πόρτα. Εσένα επιθυμεί. Εσύ όμως πρέπει
να κυριαρχήσεις πάνω της ». (Γεν. 4, 6-7).
Τα
γεμάτα πατρική στοργή και αγάπη λόγια του Θεού δεν αγγίζουν την καρδιά του
Κάιν. Κυριευμένος από δαιμονικό μίσος περιφρονεί προκλητικά τον Θεό, καλεί
αδίστακτα τον αδελφό του στο χωράφι και τον φονεύει. Το πρώτο έγκλημα της ανθρωπότητας
καταγράφεται στην ιστορία.
3.
Το
τρίτο παράδειγμα « αποτυχίας » του Θεού είναι η περίπτωση του Ιούδα του
Ισκαριώτη. Ο Ιούδας παρίσταται στον Μυστικό Δείπνο μόνο σωματικά, ψυχικά είναι απών.
Όταν απλώνει το χέρι « εν τω τρυβλίω » να πάρει τη Θεία Κοινωνία, με την καρδιά
ήδη έχει αποφασίσει την προδοσία. Ο Χριστός στην οριακή εκείνη στιγμή του
απευθύνει το λόγο: « ότι έχεις να κάνεις, κάνε το γρήγορα » (Ιω. 13, 27).
Σκοπός του είναι να
αφυπνίσει τον Ιούδα, να ανοίξει έστω την τελευταία στιγμή λυτρωτικό διάλογο
μαζί του, να τον οδηγήσει στην μετάνοια. Όμως τα λόγια του Χριστού πάλι πέφτουν
στο κενό. Ο Ιούδας αμέσως αποχωρεί και « θηριάλωτος υπό του νοητού λύκου »
προχωρεί στην προδοσία, χαρίζει στον Χριστό το « προδοτικό φίλημα » και «
απελθών απήγξατο » (Ματθ. 27, 5).
Τα παραπάνω περιστατικά
που ενδεικτικά μόνο αναφέραμε φανερώνουν περίτρανα ότι αν ο άνθρωπος δεν θέλει,
ο Θεός δεν μπορεί να τον οδηγήσει στη μετάνοια και τη σωτηρία. Η πανσοφία και η
παντοδυναμία του Θεού « περιορίζονται » από την ανθρώπινη ελευθερία. Ο άνθρωπος
επομένως καλείται, ως απόλυτα υπεύθυνο πρόσωπο να κάνει καλή και σωστή χρήση της
θεόσδοτης ελευθερίας του.
Ο Θεός από άπειρη αγάπη
και ευσπλαχνία καλεί τον κάθε άνθρωπο στο μυστήριο της ιεράς εξομολογήσεως σε
ένα λυτρωτικό διάλογο. Στο διάλογο όμως αυτό ο Θεός επιμένει να μιλά μόνο μια
γλώσσα, τη γλώσσα της αλήθειας. Ο Θεός φαίνεται να μας λέει: « Παιδί μου, όχι
μόνο ο πνευματικός σου πατέρας, αλλά και εγώ ο ίδιος δεν μπορώ να σε βοηθήσω αν
εσύ δεν το θελήσεις ».
Τα παραπάνω περιστατικά
αποδεικνύουν ότι η επιλογή της κακίας, του εγωισμού, της σκληροκαρδίας, της ουσιαστικής
« κώφευσης » απέναντι στη φωνή του Θεού έχουν πάντα τραγική κατάληξη. Ο
πνευματικός πατέρας όσο άγιος κι αν είναι δεν μπορεί να υπερβεί σε δυνατότητες
το Θεό. Τελικά τόσο ο Θεός όσο ο πνευματικός κοιτάζουν εναγώνια τον άνθρωπο και
περιμένουν την απόκρισή του.
Αυτό που για τον Αδάμ,
τον Κάιν, τον Ιούδα φαινόταν τόσο δύσκολο, για τον τελώνη αποδείχτηκε τόσο
απλό: « Ο Θεός ιλάσθητι τω αμαρτωλώ ». Ίσως και γι’ αυτόν να ήταν δύσκολο, το
έκανε όμως εύκολο η δύναμη της πίστεως, η πραγματική μετάνοια, η αγάπη για την
αληθινή ζωή, το μίσος της αμαρτίας. Τελικά τα ίδια πράγματα άλλοτε φαίνονται
πολύ εύκολα και άλλοτε πολύ δύσκολα. Από μας εξαρτάται.
Ο
ιερός Χρυσόστομος τονίζει: « τό πίπτειν ανθρώπινον, το εμμένειν εωσφορικόν, το
μετανοείν, θείον ».
Πηγή: www.imp.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.